- σιδηρήεις
- σῐδηρ-ήεις, εσσα, εν, poet. for σιδήρεος, Nic.Al.51, Man.1.313.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιδηρήεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) βλ. σιδηρούς … Dictionary of Greek
σιδηρήεντα — σιδηρήεις neut nom/voc/acc pl σιδηρήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρήεσσαν — σιδηρήεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… … Dictionary of Greek